Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scannellàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skannelˈlato]

1 ραβδωτός
2 ξετυλιγμένος
3 αυλακωτός
4 ξηλωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scannellare scannello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scannatoio (ουσ αρσ )
scannatore (ουσ αρσ )
scannatura (θηλ.ουσ)
scannellamento (ουσ αρσ )
scannellare (ρ. μτβ.)
scannellato (αρσ. επίθ και ουσ)
scannello (ουσ αρσ )
scanner (ουσ αρσ )
scannerizzare (ρ. μτβ.)
scanno (ουσ αρσ )
scansafatiche (ουσ αρσ και θηλ.)
scansare (ρ. μτβ.)
scansarsi (ρ.μ. (αντων.))
scansia (θηλ.ουσ)
scansione (θηλ.ουσ)
scanso (ουσ αρσ )
scansorio (επίθ.)
scantinare (ρ.αμτβ.)
scantinato (ουσ αρσ )
scantinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---