Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scannaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skannaˈmento]

1 αιματοκύλισμα
2 αιματοχυσία
3 σφαγιασμός
4 ανθρωποσφαγή
5 ματοκύλισμα
6 μακελειό
7 σκοτωμός
8 σφαγείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scannafosso scannare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scandinavo (ουσ αρσ )
scandinavo (επίθ.)
scandio (ουσ αρσ )
scandire (ρ. μτβ.)
scannafosso (ουσ αρσ )
scannamento (ουσ αρσ )
scannare (ρ. μτβ.)
scannatoio (ουσ αρσ )
scannatore (ουσ αρσ )
scannatura (θηλ.ουσ)
scannellamento (ουσ αρσ )
scannellare (ρ. μτβ.)
scannellato (αρσ. επίθ και ουσ)
scannello (ουσ αρσ )
scanner (ουσ αρσ )
scannerizzare (ρ. μτβ.)
scanno (ουσ αρσ )
scansafatiche (ουσ αρσ και θηλ.)
scansare (ρ. μτβ.)
scansarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---