Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scannàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skanˈnare]

1 κόβω το λαιμό κάποιου
2 αποδίδω κακότεχνα
3 κατασφάζω
4 σφαγιάζω
5 γδύνω από περιουσία
6 αγγαρεύω
7 στενοχωρώ
8 κρεουργώ
9 κατακρεουργώ
10 παρενοχλώ
11 πετσοκόβω
12 πιλατεύω
13 ξηλώνω
14 πετσοκόβω
15 ξετυλίγω
16 μακελεύω
17 αιματοκυλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scannamento scannatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scandinavo (επίθ.)
scandio (ουσ αρσ )
scandire (ρ. μτβ.)
scannafosso (ουσ αρσ )
scannamento (ουσ αρσ )
scannare (ρ. μτβ.)
scannatoio (ουσ αρσ )
scannatore (ουσ αρσ )
scannatura (θηλ.ουσ)
scannellamento (ουσ αρσ )
scannellare (ρ. μτβ.)
scannellato (αρσ. επίθ και ουσ)
scannello (ουσ αρσ )
scanner (ουσ αρσ )
scannerizzare (ρ. μτβ.)
scanno (ουσ αρσ )
scansafatiche (ουσ αρσ και θηλ.)
scansare (ρ. μτβ.)
scansarsi (ρ.μ. (αντων.))
scansia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---