Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scandagliatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skandaʎʎaˈtore]

χειριστής βολίδας βυθομέτρησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scandagliare scandaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scanalato (επίθ.)
scanalatrice (θηλ.ουσ)
scanalatura (θηλ.ουσ)
scandagliamento (ουσ αρσ )
scandagliare (ρ. μτβ.)
scandagliatore (ουσ αρσ )
scandaglio (ουσ αρσ )
scandalismo (ουσ αρσ )
scandalista (ουσ αρσ και θηλ.)
scandalistico (επίθ.)
scandalizzare (ρ. μτβ.)
scandalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scandalo (ουσ αρσ )
scandalosamente (επίρ.)
scandaloso (επίθ.)
scandinavo (ουσ αρσ )
scandinavo (επίθ.)
scandio (ουσ αρσ )
scandire (ρ. μτβ.)
scannafosso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---