Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscandagliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skandaʎʎaˈmento] 1 βολιδοσκόπηση 2 βυθομέτρηση 3 κρούση 4 ηχοβολισμός 5 προσπάθεια εξιχνίασης 6 βαθομέτρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |