Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscandalìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skandaˈlizmo] 1 κυνήγι των σκανδάλων 2 αποκάλυψη σκανδάλων 3 σκανδαλοθηρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |