Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scàmpolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskampolo]

1 απούλητο αγαθό (από τελευταία)
2 υπόλειμμα
3 ότι έχει απομείνει
4 ρετάλι
5 απομεινάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scampo scanalare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scampanio (ουσ αρσ )
scampare (ρ.αμτβ.)
scampare (ρ. μτβ.)
scampato (επίθ.)
scampo (ουσ αρσ )
scampolo (ουσ αρσ )
scanalare (ρ.αμτβ.)
scanalare (ρ. μτβ.)
scanalato (επίθ.)
scanalatrice (θηλ.ουσ)
scanalatura (θηλ.ουσ)
scandagliamento (ουσ αρσ )
scandagliare (ρ. μτβ.)
scandagliatore (ουσ αρσ )
scandaglio (ουσ αρσ )
scandalismo (ουσ αρσ )
scandalista (ουσ αρσ και θηλ.)
scandalistico (επίθ.)
scandalizzare (ρ. μτβ.)
scandalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---