Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscàmpolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskampolo] 1 απούλητο αγαθό (από τελευταία) 2 υπόλειμμα 3 ότι έχει απομείνει 4 ρετάλι 5 απομεινάρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |