Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscàmpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskampo] 1 (gamberetto) η γαρίδα, η καραβίδα 2 (salvezza) το γλίτωμα, η σωτηρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |