Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scampanìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skampaˈnio]

1 κωδωνοκρουσία
2 καμπάνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scampanellio scampare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scampanato (επίθ.)
scampanatura (θηλ.ουσ)
scampanellare (ρ.αμτβ.)
scampanellata (θηλ.ουσ)
scampanellio (ουσ αρσ )
scampanio (ουσ αρσ )
scampare (ρ.αμτβ.)
scampare (ρ. μτβ.)
scampato (επίθ.)
scampo (ουσ αρσ )
scampolo (ουσ αρσ )
scanalare (ρ.αμτβ.)
scanalare (ρ. μτβ.)
scanalato (επίθ.)
scanalatrice (θηλ.ουσ)
scanalatura (θηλ.ουσ)
scandagliamento (ουσ αρσ )
scandagliare (ρ. μτβ.)
scandagliatore (ουσ αρσ )
scandaglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---