Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scampafórca  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,skampaˈforka]

1 κακούργος
2 μεγάλος κατεργάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scamozzatura scampagnata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scamosciato (επίθ.)
scamosciatore (ουσ αρσ )
scamosciatura (θηλ.ουσ)
scamozzare (ρ. μτβ.)
scamozzatura (θηλ.ουσ)
scampaforca (ουσ αρσ και θηλ.)
scampagnata (θηλ.ουσ)
scampanamento (ουσ αρσ )
scampanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scampanata (θηλ.ουσ)
scampanato (επίθ.)
scampanatura (θηλ.ουσ)
scampanellare (ρ.αμτβ.)
scampanellata (θηλ.ουσ)
scampanellio (ουσ αρσ )
scampanio (ουσ αρσ )
scampare (ρ.αμτβ.)
scampare (ρ. μτβ.)
scampato (επίθ.)
scampo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---