Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scamiciàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skamiˈʧato]

το έξωμο φόρεμα

scamiciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skamiˈʧato]

με το πουκάμισο (χωρίς σακάκι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scamiciarsi scamone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scambievolezza (θηλ.ουσ)
scambievolmente (επίρ.)
scambio (ουσ αρσ )
scambista (ουσ αρσ και θηλ.)
scamiciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scamiciato (ουσ αρσ )
scamiciato (επίθ.)
scamone (ουσ αρσ )
scamorza (θηλ.ουσ)
scamosceria (θηλ.ουσ)
scamosciare (ρ. μτβ.)
scamosciato (επίθ.)
scamosciatore (ουσ αρσ )
scamosciatura (θηλ.ουσ)
scamozzare (ρ. μτβ.)
scamozzatura (θηλ.ουσ)
scampaforca (ουσ αρσ και θηλ.)
scampagnata (θηλ.ουσ)
scampanamento (ουσ αρσ )
scampanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---