Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscamiciàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skamiˈʧato] το έξωμο φόρεμα scamiciàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skamiˈʧato] με το πουκάμισο (χωρίς σακάκι) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |