Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalpellatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [skalpellaˈtore] 1 εργάτης καθαρισμού μετάλλου 2 λαξευτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |