Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalpèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skalˈpɛllo] 1 γλύφανο 2 μύτη τρυπανιού 3 σμίλη 4 σκαρπέλο 5 γλυφίδα 6 κοπίδι 7 καλέμι 8 γλύπτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |