Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscàlmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskalmo] 1 σκαλμός 2 πάσσαλος προσαρμογής κουπιού 3 σκαρμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |