Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scalmanàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skalmaˈnato]

θερμοκέφαλος άνθρωπος

scalmanàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skalmaˈnato]

1 εξοργισμένος
2 φασαριόζικος
3 λαχανιασμένος
4 εξημμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scalmanarsi scalmiera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scalinare (ρ. μτβ.)
scalinata (θηλ.ουσ)
scalino (ουσ αρσ )
scalmana (θηλ.ουσ)
scalmanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scalmanato (ουσ αρσ )
scalmanato (επίθ.)
scalmiera (θηλ.ουσ)
scalmo (ουσ αρσ )
scalo (ουσ αρσ )
scalogna (θηλ.ουσ)
scalognato (επίθ.)
scalogno (ουσ αρσ )
scalone (ουσ αρσ )
scalopo (ουσ αρσ )
scaloppa (θηλ.ουσ)
scaloppina (θηλ.ουσ)
scalpare (ρ. μτβ.)
scalpellare (ρ. μτβ.)
scalpellatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---