Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalìgero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skaˈliʤero] κάτοικος της Βερόνα scalìgero επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skaˈliʤero] 1 ο της Βερόνα 2 ο της οικογένειας Scaliger 3 ο της σκάλας (όπερας) του Μιλάνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |