Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalfittùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skalfitˈtura] 1 εκδορά 2 αμυχή 3 γδάρσιμο 4 γρατσούνισμα 5 γρατσουνιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |