Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scalétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skaˈletta]

1 σενάριο εργασίας
2 σκαλίτσα με στενά σκαλιά
3 κείμενο εργασίας ταινίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaleo scalettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaldino (ουσ αρσ )
scalea (θηλ.ουσ)
scaleno (αρσ. επίθ και ουσ)
scalenoedro (ουσ αρσ )
scaleo (ουσ αρσ )
scaletta (θηλ.ουσ)
scalettare (ρ. μτβ.)
scalettato (επίθ.)
scalfare (ρ. μτβ.)
scalfire (ρ. μτβ.)
scalfittura (θηλ.ουσ)
scalfo (ουσ αρσ )
scaligero (ουσ αρσ )
scaligero (επίθ.)
scalinare (ρ. μτβ.)
scalinata (θηλ.ουσ)
scalino (ουσ αρσ )
scalmana (θηλ.ουσ)
scalmanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scalmanato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---