Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scaldapièdi  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,skaldaˈpjɛdi]

θερμοφόρα που ζεσταίνει τα πόδια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaldapiatti scaldare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaldamani (ουσ αρσ )
scaldamano (ουσ αρσ )
scaldamento (ουσ αρσ )
scaldapanche (ουσ αρσ και θηλ.)
scaldapiatti (ουσ αρσ )
scaldapiedi (ουσ αρσ )
scaldare (ρ.αμτβ.)
scaldare (ρ. μτβ.)
scaldarsi (ρ.μ. (αντων.))
scaldata (θηλ.ουσ)
scaldavivande (ουσ αρσ )
scaldino (ουσ αρσ )
scalea (θηλ.ουσ)
scaleno (αρσ. επίθ και ουσ)
scalenoedro (ουσ αρσ )
scaleo (ουσ αρσ )
scaletta (θηλ.ουσ)
scalettare (ρ. μτβ.)
scalettato (επίθ.)
scalfare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---