ItalianoGreco


scalcinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skalʧiˈnato]

1 κουρελιασμένος
2 ρακένδυτος
3 φθαρμένος πολύ
4 κουρελιάρικος
5 που του έχει αφαιρεθεί το παλιό στρώμα ασβέστη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---