Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scalcinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skalʧiˈnato]

1 κουρελιασμένος
2 ρακένδυτος
3 φθαρμένος πολύ
4 κουρελιάρικος
5 που του έχει αφαιρεθεί το παλιό στρώμα ασβέστη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scalcinare scalcinatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scalcagnato (επίθ.)
scalcare (ρ. μτβ.)
scalciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalciata (θηλ.ουσ)
scalcinare (ρ. μτβ.)
scalcinato (επίθ.)
scalcinatura (θηλ.ουσ)
scalco (ουσ αρσ )
scaldaacqua (ουσ αρσ )
scaldabagno (ουσ αρσ )
scaldacqua (ουσ αρσ )
scaldaletto (ουσ αρσ )
scaldamani (ουσ αρσ )
scaldamano (ουσ αρσ )
scaldamento (ουσ αρσ )
scaldapanche (ουσ αρσ και θηλ.)
scaldapiatti (ουσ αρσ )
scaldapiedi (ουσ αρσ )
scaldare (ρ.αμτβ.)
scaldare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---