Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skaˈlata] 1 σκάλωμα 2 αναρρίχηση 3 σκαρφάλωμα 4 ανέβασμα 5 ανάβαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |