Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscàla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈskala] η σκάλα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαscala [θηλ.] a chiocciola = η ελικοειδής σκάλα, η κυκλική σκάλα || scala [αρσ.] a pioli = η ανεμόσκαλα || scala [αρσ.] di sicurezza = η σκάλα κινδύνου || su vasta scala = σε ευρεία κλίματα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |