Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scalàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skaˈlare]

1 σχετικός με αριθμό (όχι άνυσμα)
2 μετρητός σε κλίμακα
3 διαβαθμήσιμος
4 βαθμωτός
5 βαθμιδωτός
6 φέρων διαβαθμίσεις

scalàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skaˈlare]

σκαρφαλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scalandrone scalariforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaglionare (ρ. μτβ.)
scaglioso (επίθ.)
scagnozzo (ουσ αρσ )
scala (θηλ.ουσ)
scalandrone (ουσ αρσ )
scalare (επίθ.)
scalare (ρ. μτβ.)
scalariforme (επίθ.)
scalata (θηλ.ουσ)
scalato (επίθ.)
scalatore (ουσ αρσ )
scalcagnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalcagnato (επίθ.)
scalcare (ρ. μτβ.)
scalciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalciata (θηλ.ουσ)
scalcinare (ρ. μτβ.)
scalcinato (επίθ.)
scalcinatura (θηλ.ουσ)
scalco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---