Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscagliòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skaʎˈʎɔla] 1 μίμηση μαρμάρου από γύψο 2 κανναβούρι Phalaris canariensis permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |