Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskaʎʎa]

1 απόθραυσμα
2 συντρίμμι
3 κομμάτι από σπάσιμο
4 κομματάκι
5 θραύσμα
6 σύντριμμα
7 φολίδα
8 λέπι
9 κάτι μικρό
10 νιφάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scagionarsi scagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scafocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
scafoide (ουσ αρσ )
scafoide (επίθ.)
scagionare (ρ. μτβ.)
scagionarsi (ρ.μ. (αντων.))
scaglia (θηλ.ουσ)
scagliare (ρ. μτβ.)
scagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
scagliola (θηλ.ουσ)
scaglionamento (ουσ αρσ )
scaglionare (ρ. μτβ.)
scaglioso (επίθ.)
scagnozzo (ουσ αρσ )
scala (θηλ.ουσ)
scalandrone (ουσ αρσ )
scalare (επίθ.)
scalare (ρ. μτβ.)
scalariforme (επίθ.)
scalata (θηλ.ουσ)
scalato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---