Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscaffalatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skaffalaˈtura] 1 σειρά από ράφια 2 τοποθέτηση σε ράφια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |