Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scadènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skaˈdɛntsa]

η λήξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scadente scadenzare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


data [θηλ.] di scadenza = ημερομηνία λήξης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaccino (ουσ αρσ )
scacco (ουσ αρσ )
scaccografia (θηλ.ουσ)
scaccomatto (ουσ αρσ )
scadente (επίθ.)
scadenza (θηλ.ουσ)
scadenzare (ρ. μτβ.)
scadenzario (ουσ αρσ )
scadere (ρ.αμτβ.)
scadimento (ουσ αρσ )
scaduto (επίθ.)
scafandro (ουσ αρσ )
scaffalare (ρ. μτβ.)
scaffalata (θηλ.ουσ)
scaffalatura (θηλ.ουσ)
scaffale (ουσ αρσ )
scafista (ουσ αρσ και θηλ.)
scafo (ουσ αρσ )
scafocefalia (θηλ.ουσ)
scafocefalico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---