Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scabbiósa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skabˈbjosa], [skabˈbjoza]

φυτό γένους scabiosa


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scabbia scabbioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sburrare (ρ. μτβ.)
sburrato (επίθ.)
sbuzzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbuzzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scabbia (θηλ.ουσ)
scabbiosa (θηλ.ουσ)
scabbioso (αρσ. επίθ και ουσ)
scabrezza (θηλ.ουσ)
scabro (επίθ.)
scabrosità (θηλ.ουσ)
scabroso (επίθ.)
scaccato (αρσ. επίθ και ουσ)
scacchi (ουσ αρσ πληθ.)
scacchiare (ρ. μτβ.)
scacchiatura (θηλ.ουσ)
scacchiera (θηλ.ουσ)
scacchiere (ουσ αρσ )
scacchista (ουσ αρσ και θηλ.)
scacchistico (επίθ.)
scaccia (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---