Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbucciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbutʧaˈtura]

1 γδάρσιμο
2 ξεφλούδισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbucciatore sbudellamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbucciamento (ουσ αρσ )
sbucciapatate (ουσ αρσ )
sbucciare (ρ. μτβ.)
sbucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbucciatore (ουσ αρσ )
sbucciatura (θηλ.ουσ)
sbudellamento (ουσ αρσ )
sbudellare (ρ. μτβ.)
sbudellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbuffante (επίθ.)
sbuffare (ρ.αμτβ.)
sbuffata (θηλ.ουσ)
sbuffo (ουσ αρσ )
sbugiardare (ρ. μτβ.)
sbullettare (ρ.αμτβ.)
sbullettare (ρ. μτβ.)
sbullonamento (ουσ αρσ )
sbullonare (ρ. μτβ.)
sburocratizzare (ρ. μτβ.)
sburrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---