Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbùffo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzbuffo] 1 ρουθούνισμα 2 πνοή 3 ξεφύσημα 4 δακτυλίδι καπνού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |