Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbullettàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbulletˈtare]

βγάζω φουσκάλες (για σοβάντισμα ή βάψιμο)

sbullettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbulletˈtare]

1 ξεκαρφιτσώνω
2 ξεκαρφώνω
3 ξηλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbugiardare sbullonamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbuffante (επίθ.)
sbuffare (ρ.αμτβ.)
sbuffata (θηλ.ουσ)
sbuffo (ουσ αρσ )
sbugiardare (ρ. μτβ.)
sbullettare (ρ.αμτβ.)
sbullettare (ρ. μτβ.)
sbullonamento (ουσ αρσ )
sbullonare (ρ. μτβ.)
sburocratizzare (ρ. μτβ.)
sburrare (ρ. μτβ.)
sburrato (επίθ.)
sbuzzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbuzzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scabbia (θηλ.ουσ)
scabbiosa (θηλ.ουσ)
scabbioso (αρσ. επίθ και ουσ)
scabrezza (θηλ.ουσ)
scabro (επίθ.)
scabrosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---