Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbrùffo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzbruffo]

1 φιλοδώρημα
2 ράντισμα
3 πιτσίλισμα
4 δωροδοκία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbruffata sbruffonata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbronza (θηλ.ουσ)
sbronzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbronzo (επίθ.)
sbruffare (ρ. μτβ.)
sbruffata (θηλ.ουσ)
sbruffo (ουσ αρσ )
sbruffonata (θηλ.ουσ)
sbruffone (ουσ αρσ )
sbucare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbucciafatiche (ουσ αρσ )
sbucciamento (ουσ αρσ )
sbucciapatate (ουσ αρσ )
sbucciare (ρ. μτβ.)
sbucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbucciatore (ουσ αρσ )
sbucciatura (θηλ.ουσ)
sbudellamento (ουσ αρσ )
sbudellare (ρ. μτβ.)
sbudellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbuffante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---