Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbrónza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzbrontsa], [ˈzbrondza]

το μεθύσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbrogliarsi sbronzarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbrodolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrodolato (επίθ.)
sbrodolone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbrogliare (ρ. μτβ.)
sbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbronza (θηλ.ουσ)
sbronzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbronzo (επίθ.)
sbruffare (ρ. μτβ.)
sbruffata (θηλ.ουσ)
sbruffo (ουσ αρσ )
sbruffonata (θηλ.ουσ)
sbruffone (ουσ αρσ )
sbucare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbucciafatiche (ουσ αρσ )
sbucciamento (ουσ αρσ )
sbucciapatate (ουσ αρσ )
sbucciare (ρ. μτβ.)
sbucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbucciatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---