Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbrodolàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zbrodoˈlato] 1 μακροσκελής 2 σχοινοτενής 3 λεκιασμένος από σούπα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |