Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbrodolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbrodoˈlato]

1 μακροσκελής
2 σχοινοτενής
3 λεκιασμένος από σούπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbrodolarsi sbrodolone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbrodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbrodarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrodolamento (ουσ αρσ )
sbrodolare (ρ. μτβ.)
sbrodolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrodolato (επίθ.)
sbrodolone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbrogliare (ρ. μτβ.)
sbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbronza (θηλ.ουσ)
sbronzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbronzo (επίθ.)
sbruffare (ρ. μτβ.)
sbruffata (θηλ.ουσ)
sbruffo (ουσ αρσ )
sbruffonata (θηλ.ουσ)
sbruffone (ουσ αρσ )
sbucare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbucciafatiche (ουσ αρσ )
sbucciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---