Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbrodàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbroˈdare]

1 ρυπαίνω με σούπα
2 λεκιάζω

sbrodarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbroˈdarsi]

Λερώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbrinz sbrodolamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbrindellare (ρ. μτβ.)
sbrindellato (επίθ.)
sbrindello (ουσ αρσ )
sbrindellone (ουσ αρσ )
sbrinz (ουσ αρσ )
sbrodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbrodarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrodolamento (ουσ αρσ )
sbrodolare (ρ. μτβ.)
sbrodolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrodolato (επίθ.)
sbrodolone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbrogliare (ρ. μτβ.)
sbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbronza (θηλ.ουσ)
sbronzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbronzo (επίθ.)
sbruffare (ρ. μτβ.)
sbruffata (θηλ.ουσ)
sbruffo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---