Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbrindellóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbrindelˈlone]

κουρελιάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbrindello sbrinz  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbrinatore (ουσ αρσ )
sbrindellare (ρ.αμτβ.)
sbrindellare (ρ. μτβ.)
sbrindellato (επίθ.)
sbrindello (ουσ αρσ )
sbrindellone (ουσ αρσ )
sbrinz (ουσ αρσ )
sbrodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbrodarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrodolamento (ουσ αρσ )
sbrodolare (ρ. μτβ.)
sbrodolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrodolato (επίθ.)
sbrodolone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbrogliare (ρ. μτβ.)
sbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbronza (θηλ.ουσ)
sbronzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbronzo (επίθ.)
sbruffare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---