Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbrigliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zbriʎʎaˈmento] 1 αφαίρεση του χαλινού 2 ξεκαπίστρωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |