Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbrigatività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbrigativiˈta]

βιασύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbrigativamente sbrigativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbriciolarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sbriciolatura (θηλ.ουσ)
sbrigare (ρ. μτβ.)
sbrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrigativamente (επίρ.)
sbrigatività (θηλ.ουσ)
sbrigativo (επίθ.)
sbrigliamento (ουσ αρσ )
sbrigliare (ρ. μτβ.)
sbrigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrigliata (θηλ.ουσ)
sbrigliatezza (θηλ.ουσ)
sbrigliato (επίθ.)
sbrinamento (ουσ αρσ )
sbrinare (ρ. μτβ.)
sbrinatore (ουσ αρσ )
sbrindellare (ρ.αμτβ.)
sbrindellare (ρ. μτβ.)
sbrindellato (επίθ.)
sbrindello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---