Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbriciolatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbriʧolaˈtura]

1 θρύμμα
2 ψίχουλο
3 τρίμμα
4 θρύψαλο
5 σύντριμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbriciolarsi sbrigare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbrendolo (ουσ αρσ )
sbrendolone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbriciolamento (ουσ αρσ )
sbriciolare (ρ. μτβ.)
sbriciolarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sbriciolatura (θηλ.ουσ)
sbrigare (ρ. μτβ.)
sbrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrigativamente (επίρ.)
sbrigatività (θηλ.ουσ)
sbrigativo (επίθ.)
sbrigliamento (ουσ αρσ )
sbrigliare (ρ. μτβ.)
sbrigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrigliata (θηλ.ουσ)
sbrigliatezza (θηλ.ουσ)
sbrigliato (επίθ.)
sbrinamento (ουσ αρσ )
sbrinare (ρ. μτβ.)
sbrinatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---