Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbriciolaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zbriʧolaˈmento] 1 τρίμμα 2 θρύμμα 3 θρύψαλο 4 σύντριμμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |