Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbrecciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zbretˈʧare] 1 κάνω ρήγμα 2 ανοίγω τρύπα ή πέρασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |