Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbrigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbriʎˈʎare]

1 αφαιρώ καπίστρι από υποζύγιο
2 ελευθερώνω
3 ξελύνω
4 ξεκαπιστρώνω
5 χαλαρώνω

sbrigliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbriʎˈʎarsi]

1 εκτραχηλίζομαι
2 αποχαλινώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbrigliamento sbrigliata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrigativamente (επίρ.)
sbrigatività (θηλ.ουσ)
sbrigativo (επίθ.)
sbrigliamento (ουσ αρσ )
sbrigliare (ρ. μτβ.)
sbrigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrigliata (θηλ.ουσ)
sbrigliatezza (θηλ.ουσ)
sbrigliato (επίθ.)
sbrinamento (ουσ αρσ )
sbrinare (ρ. μτβ.)
sbrinatore (ουσ αρσ )
sbrindellare (ρ.αμτβ.)
sbrindellare (ρ. μτβ.)
sbrindellato (επίθ.)
sbrindello (ουσ αρσ )
sbrindellone (ουσ αρσ )
sbrinz (ουσ αρσ )
sbrodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---