Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbraitàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbrajˈtare]

1 στριγκλίζω
2 τσιρίζω
3 ξεφωνίζω
4 βοώ
5 κραυγάζω
6 ανακράζω
7 θρηνώ
8 ξεφωνώ
9 σκληρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbraitamento sbraitone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbraccio (ουσ αρσ )
sbraciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbraciata (θηλ.ουσ)
sbraciatoio (ουσ αρσ )
sbraitamento (ουσ αρσ )
sbraitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbraitone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbramare (ρ. μτβ.)
sbramatura (θηλ.ουσ)
sbramino (ουσ αρσ )
sbranamento (ουσ αρσ )
sbranare (ρ. μτβ.)
sbrancare (ρ. μτβ.)
sbrandellare (ρ. μτβ.)
sbrano (ουσ αρσ )
sbrattare (ρ. μτβ.)
sbrattata (θηλ.ουσ)
sbreccare (ρ. μτβ.)
sbrecciare (ρ. μτβ.)
sbrendolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---