Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbracciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbratˈʧato]

1 ανασκουμπωμένος
2 ξεμπράτσωτος
3 κοντομάνικος
4 με γυμνά χέρια
5 ξεμανίκωτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbracciarsi sbraccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbozzolatura (θηλ.ουσ)
sbracalato (επίθ.)
sbracare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbracato (επίθ.)
sbracciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbracciato (επίθ.)
sbraccio (ουσ αρσ )
sbraciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbraciata (θηλ.ουσ)
sbraciatoio (ουσ αρσ )
sbraitamento (ουσ αρσ )
sbraitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbraitone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbramare (ρ. μτβ.)
sbramatura (θηλ.ουσ)
sbramino (ουσ αρσ )
sbranamento (ουσ αρσ )
sbranare (ρ. μτβ.)
sbrancare (ρ. μτβ.)
sbrandellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---