Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbracciàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zbratˈʧato] 1 ανασκουμπωμένος 2 ξεμπράτσωτος 3 κοντομάνικος 4 με γυμνά χέρια 5 ξεμανίκωτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |