Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbottàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbotˈtare]

1 ξεσπώ
2 φωνάζω τραχιά και με σκαιότητα
3 μιλώ δυνατά
4 ξεφουρνίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sboscare sbottata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbornione (ουσ αρσ )
sborsare (ρ. μτβ.)
sborso (ουσ αρσ )
sboscamento (ουσ αρσ )
sboscare (ρ. μτβ.)
sbottare (ρ.αμτβ.)
sbottata (θηλ.ουσ)
sbottonare (ρ. μτβ.)
sbottonarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbottonatura (θηλ.ουσ)
sbozzare (ρ. μτβ.)
sbozzato (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatura (θηλ.ουσ)
sbozzimare (ρ. μτβ.)
sbozzimatrice (θηλ.ουσ)
sbozzino (ουσ αρσ )
sbozzo (ουσ αρσ )
sbozzolare (ρ.αμτβ.)
sbozzolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---