Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sboccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbokˈkare]

1 πηγαίνω (για δρόμο)
2 οδηγώ (για δρόμο)
3 ξεχύνομαι
4 καταλήγω
5 αδειάζω
6 εκβάλλω (για ποταμό)
7 ρέω
8 χύνομαι

sboccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbokˈkare]

1 εκπωματίζω
2 ρίχνω μερικές σταγόνες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbobba sboccataggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbizzarrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbloccamento (ουσ αρσ )
sbloccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sblocco (ουσ αρσ )
sbobba (θηλ.ουσ)
sboccare (ρ.αμτβ.)
sboccare (ρ. μτβ.)
sboccataggine (θηλ.ουσ)
sboccatezza (θηλ.ουσ)
sboccato (επίθ.)
sbocciare (ρ.αμτβ.)
sbocciare (ρ. μτβ.)
sboccio (ουσ αρσ )
sbocco (ουσ αρσ )
sbocconcellare (ρ. μτβ.)
sbocconcellato (επίθ.)
sbocconcellatura (θηλ.ουσ)
sboffo (ουσ αρσ )
sbollare (ρ. μτβ.)
sbollentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---