Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbocconcellàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zbokkonʧelˈlato] 1 δαγκωμένος 2 ραγισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |