Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbócco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzbokko]

1 διέξοδος
2 έξοδος
3 πέρασμα
4 εκροή
5 άνοιγμα
6 δίοδος εξόδου
7 αγορά
8 στόμιο
9 λιμάνι στομίου ποταμού
10 κανάλι διοχέτευσης αγαθών
11 εκβολή (ποταμού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sboccio sbocconcellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sboccatezza (θηλ.ουσ)
sboccato (επίθ.)
sbocciare (ρ.αμτβ.)
sbocciare (ρ. μτβ.)
sboccio (ουσ αρσ )
sbocco (ουσ αρσ )
sbocconcellare (ρ. μτβ.)
sbocconcellato (επίθ.)
sbocconcellatura (θηλ.ουσ)
sboffo (ουσ αρσ )
sbollare (ρ. μτβ.)
sbollentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbollire (ρ.αμτβ.)
sbolognare (ρ. μτβ.)
sbornia (θηλ.ουσ)
sborniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sborniato (επίθ.)
sbornione (ουσ αρσ )
sborsare (ρ. μτβ.)
sborso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---