Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbizzarrìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbiddzarˈrire]

συνεφέρνω κάποιον από τις αυταπάτες του

sbizzarrìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbiddzarˈrirsi]

κακομαθαίνω τον εαυτό μου σε ιδιοτροπίες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbirro sbloccamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbirciare (ρ. μτβ.)
sbirciata (θηλ.ουσ)
sbirraglia (θηλ.ουσ)
sbirresco (επίθ.)
sbirro (αρσ. επίθ και ουσ)
sbizzarrire (ρ. μτβ.)
sbizzarrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbloccamento (ουσ αρσ )
sbloccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sblocco (ουσ αρσ )
sbobba (θηλ.ουσ)
sboccare (ρ.αμτβ.)
sboccare (ρ. μτβ.)
sboccataggine (θηλ.ουσ)
sboccatezza (θηλ.ουσ)
sboccato (επίθ.)
sbocciare (ρ.αμτβ.)
sbocciare (ρ. μτβ.)
sboccio (ουσ αρσ )
sbocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---