Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbilàncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbiˈlanʧo]

1 έλλειψη ισορροπίας
2 ανισορροπία
3 ατέλεια
4 ανεπάρκεια
5 ζημιά επιχείρησης
6 έλλειμμα
7 έλλειψη
8 μειονέκτημα
9 απώλεια
10 ζημιά
11 χάσιμο
12 υπερβολή
13 ελάττωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbilanciarsi sbilenco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbigottito (επίθ.)
sbilanciamento (ουσ αρσ )
sbilanciare (ρ.αμτβ.)
sbilanciare (ρ. μτβ.)
sbilanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbilancio (ουσ αρσ )
sbilenco (επίθ.)
sbirciare (ρ. μτβ.)
sbirciata (θηλ.ουσ)
sbirraglia (θηλ.ουσ)
sbirresco (επίθ.)
sbirro (αρσ. επίθ και ουσ)
sbizzarrire (ρ. μτβ.)
sbizzarrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbloccamento (ουσ αρσ )
sbloccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sblocco (ουσ αρσ )
sbobba (θηλ.ουσ)
sboccare (ρ.αμτβ.)
sboccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---